σιτομετρώ

σιτομετρώ
-έω, Α [σιτομέτρης]
1. μετρώ και διανέμω μερίδες σιταριού, ψωμιού ή άλλων τροφίμων
2. προμηθεύω τρόφιμα στον στρατό
3. είμαι σιτομέτρης σε δημόσια αποθήκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιτομνημονώ — έω, Α σιτομετρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + μνημονῶ (< μνήμων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”